Εκφράσεις του χωριού ΙΙ

Στο άρθρο "Εκφράσεις του χωριού" είχα συγκεντρώσει αρκετές λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούν στην περιοχή από όπου κατάγομαι. Στο Κοίλι Ευβοίας. Μάλιστα, με διάφορες προσθήκες που έγιναν από αναγνώστες, σιγά σιγά εμπλουτίστηκαν.

Παρακάτω παραθέτω μια νέα λίστα από δύο άλλες περιοχές της Ευβοίας. Ευχαριστώ πολύ τη φίλη με το ψευδώνυμο "Marioghi" και τον φίλο "Γιάννη Γ.". Διαβάστε:

Γλωσσικά ιδιώματα από την περιοχή του Αυλωναρίου Ευβοίας (από την Marioghi):

  • αγκουνή: γωνία
  • άγκουλας: ραβδί σαν μπαστούνι
  • αλλού ταρού:  σε διαφορετικές κατευθύνσεις
  • αλυσίβα: ζεστό νερό που έχει περάσει από στάχτη και σουρωθεί
  • αμαξουτός:  άσφαλτος
  • αμπρουμούτιστη:  αγύριστη
  • ανακούρκουδα:  καθιστά
  • αναχάραζε:  ξαναμάσαγε τη τροφή
  • αντζία:  σκεύη
  • ανεμάκια:  κλωστές για ράψιμο
  • ανέμπληγος:  αχόρταγος
  • αντζάνεμο:  χωρίς άνεμο
  • αντί:  εξάρτημα του αργαλειού
  • αντρομίδες:  χαλιά
  • απίφανοι:  αγκαθωτοί θάμνοι
  • αρμεξία:  γάλα από ένα άρμεγμα
  • αρταινόντανε:  τρώγανε μη νηστίσιμα
  • ασπλόμιουτο:  χωρίς σπλόμιο (δηλητηριώδες φυτό)
  • αστιβία:  είδος θάμνου
  • ατιμίες:  σκανταλιές
  • άχιουρα:  άχυρα
  • αχιούριτσε:  έριξε άχυρα
  • άχνη:  πολύ λεπτή σκόνη
  • αφουγκραζόντησανε:  ακούγανε
  • αλάργα:  μακριά
  • αμολάγανε:  αφήναε
  • βαγιού:  των βαϊων
  • βατουνιά:  βάτος
  • βερβερίζανε:  συζητάγανε έντονα
  • βιός:  πολλούς
  • βλαρό:  φρέσκο, μαλακό
  • βλαστάρια:  πικρά χόρτα
  • βολά:  φορά
  • βορδόλακες:  φαντάσματα ή διάβολοι
  • βουλιθισμένα:  σκεπασμένα με κόπρανα αγελάδων
  • βολβούς:  άγριοι βολβοί σαν μικροσκοπικά κρεμμύδια
  • βρύαξε:  θύμωσε πολύ
  • γανιάσει:  διψάσει πολύ
  • γιάντα:  επειδή, γιατί
  • γκραν:  στην τρίχα
  • γλαρώσει:  μισοκοιμηθεί
  • γουλόλαιμα:  λαίμαργα
  • γρι:  δεν είχε ιδέα
  • γραία:  γριά
  • γύρεψε:  ζήτησε επαφή
  • δαυλό:  αναμμένο ξύλο
  • δόκανα:  είδος παγίδας για πουλιά
  • δρόλαπας:  απότομη καταιγίδα
  • δρυμόνια:  μεγάλα ψιλά κόσκινα
  • έξε:  έξι
  • έζαψε:  σκόνταψε
  • ζιπούνια:  είδος γιλέκου με μανίκια
  • ζεψία:  ζευγάρισμα
  • ζουντανό:  ζωντανό
  • ζυγώσει:  έρθει κοντά
  • ζαβός:  δύστροπος χαρακτήρας
  • ζούπα:  μούσκεμα
  • θαλλία:  κλαδιά δέντρου με φύλλα
  • θρίνια:  μικρά θαμνώδη φυτά
  • θέλωτσε:  θόλωσε
  • καβαλίνα:  κόπρανα γαϊδουριών
  • καβουροσκορπία:  σκορπιός
  • κάδο:  κυλινδρικό ξύλινο δοχείο για παρασκευή βουτύρου
  • καϊλωνόντουσανε:  έρχονταν σε επαφή με τσουκνίδες
  • κακαβοστάσι:  μέρος για φωτιά
  • καταπέτασμα:  πάρα πολύ
  • κακοβεριανάχει:  είδος κατάρας
  • κακουλιάτικο:  από τη τοποθεσία κακούλη
  • καλαμουτή:  βάση με καλάμια
  • κάνε ρόκα σου:  κοίταζε τη δουλειά σου
  • καλαμοτσέες:  καλαμποκιές
  • κανιαρίζανε:  κλείσανε τα μάτια τους από τη νύστα
  • καραμπάτσες:  μυρωδάτα αγριολούλουδα
  • κάτσατσε:  ανέβηκε
  • κατσιπουδιασμένο:  μαζεμένο, μαραμένο
  • καψιμάδι:  παξιμάδι
  • κάψωσε:  ζεστάθηκε
  • κλουθάγανε:  ακολουθούσαν
  • κολληματούρα:  πυκνό χιόνι με χοντρές νιφάδες
  • κολλησάδες:  φυτά που κολλάνε τα ρούχα
  • κολοσαυρέες:  σαύρες
  • κοπανίζανε:  χτυπάγανε με το ξύλινο κόπανο
  • κορδωμένα:  τεντωμένα, περήφανα
  • κόταε:  τολμούσε
  • κουβάρια:  πολλοί μαζί
  • κουλιές:  αμύγδαλα ή καρύδια
  • κουλουρίδες:  είδος αραιής σούπας με αλεύρι
  • κουλουφουρνία:  μεγάλος άσχημος βάτραχος
  • κουμούλωσε:  σκέπασε
  • κουνούπι:  πήλινο δοχείο
  • κουρκουθιάσει:  τα είχε χαμένα
  • κουρμάδες:  ζαρωμένες ελιές
  • κουρταλίζει:  ήχος υγρού που κινείται
  • κουτουπώθη:  είχε επαφή
  • κουτουρού:  στο περίπου
  • κουτσαλώνει:  κουτσό
  • κουτσουμπέλια:  ρίζες δέντρων
  • κόχλαζε:  έβραζε
  • κολόταρπο:  μεγάλο κοφίνι
  • κουμούτσι:  ξεροκόματο
  • κουρκούτι:  χυλός καλαμποκάλευρο
  • κραθιόντησανε:  κρατιόντουσαν
  • κρουστάλια:  κομμάτια πάγου σε σχήμα σταλακτίτη
  • κρύσταλλα:  παγωμένα
  • λιφούσι:  παρά πολλές
  • λαγάσανε:  καθήσανε από κάτω
  • λάστιχα:  σφεντόνες
  • λειμάρι:  υποδιαίρεση του δεματιού
  • λευκάδες:  από κορμό λεύκας
  • λιαμπουρίζανε:  φωτίζανε αδύναμα
  • λιμπούνοι:  μυρμύγκια
  • λύμπα:  πέτρινο δοχείο
  • λιλιτζίες:  είδος σφήκας
  • μαδαρό:  τελείως γυμνό
  • μαθές:  ξέρεις
  • μάθια:  μάτια
  • μαλαστούφες:  στουπιά βουτηγμένα σε πετρέλαιο
  • μανίτους:  μανιτάρια
  • μαντάρα:  άνω κάτω
  • μαρκαλίστη:  είχε επαφή
  • ματάδετσε:  έδεσε ξανά πιο πέρα
  • μάτα θούα:  φτου κι από την αρχή
  • ματίες:  στομάχια
  • μεμαίτζουλα:  κούμαρα
  • μπάου κάου:  δεν είχε ιδέα
  • μπαούλιτσε:  περπατούσε ψηλαφώντας, όπως οι τυφλοί
  • μπαρθακάδες:  βάτραχοι
  • μπαούτσα:  πολύ άσχημοι
  • μπάστακας:  βαρύ, ακίνητο αντικείμενο
  • μπατζά:  τζάκι
  • μπαχαρίζει:  ψιλοβρέχει
  • μπελιάζανε:  βελάζανε
  • μπελντέ:  τοματοπελτές
  • μπαντανίες:  κουβέρτες
  • μπουγαδόταρπο:  μεγάλο πλεκτό καλάθι για τη μπουγάδα
  • μπλουγούρι:  χοντροαλεσμένο σιτάρι
  • μπλόχερο:  χούφτα
  • μποδάει:  εμποδίζει, διώχνει
  • μπολάμιζε:  βγαίνανε φλόγες
  • μπόλικο:  αρκετό
  • μπούζι:  πολύ κρύο
  • μπουτσάσανε:  βουλιάξανε
  • μπρακάτσι:  μεταλλικός κουβάς
  • μπροστελίνα:  η λωρίδα που δένει το σαμάρι
  • μπρουμούτισε:  αναποδογύρισε
  • νέμας:  νήμα
  • νοματαίοι:  άτομα
  • νορά:  ουρά
  • ντουγρού:  γρήγορα μπροστά
  • ντιπ:  άσχετος, χαζός
  • ξακρίσματα:  τέλεια καθαρίσματα
  • ξανεμάγανε:  ξανεμίζανε
  • ξαργού:  επίτηδες
  • ξεκατσίσουνε: διασκεδάσουνε
  • ξελιγωμένοι:  πολύ πεινασμένοι
  • ξέχειλος:  τελείως γεμάτος
  • ξόμπλια:  σχέδια
  • ξυσμονή:  φαγούρα
  • ξεζέψανε:  ξεφορτώσανε
  • ογκώνανε:  φουσκώνανε
  • όξου:  όξω
  • ούλωνε:  όλων
  • παγιουρώσει:  σκληρύνει
  • πανακουτές:  ξύλινες θήκες για ζύμη ψωμιού
  • παραμαζώχτη:  έφυγε απότομα τρέχοντας
  • παραμάσκαλα:  κάτω από τις μασκάλες
  • παραστιά:  τζάκι
  • παρδιάσκελα:  καβάλα με ένα πόδι σε κάθε πλευρά του ζώου
  • παστό:  δέρμα χοίρου με λίπος
  • πάστρεψε:  καθάρισε
  • πατινιώτης:  πήλινο δοχείο
  • πάχνη:  μέρος για τροφή ζώου
  • πολειφάδι:  μικρό κομμάτι χρησιμοποιημένου σαπουνιού
  • πεντόβολα:  παιχνίδι με πετραδάκια
  • πηχτή:  είδος διατηρημένου χοιρινού
  • πιτούριζε:  έριχνε ψιλό χιόνι
  • πιστομιόντουσανε:  σκοντάφτανε και πέφτανε
  • πλαστήρι:  κυκλική ξύλινη βάση για άνοιγμα φύλλου
  • πλέα:  πια
  • πλουμουστάρια:  πολύ ώριμα σύκα
  • πλύμα:  υγρό από αποφάγια
  • ποβραδίς:  από το προηγούμενο βράδυ
  • πόβρατσε:  τελείωσε το βράσιμο
  • πουδιάσαμε:  κρυώσαμε, πουντιάσαμε
  • ποκαήδες:  είχαν καεί δυο φορές
  • ποκάλαμα:  θερισμένα στάχυα
  • πούσα:  πού
  • πολαχάνει:  να κρυώσει
  • πολειπότανε:  έλειπε
  • πολλού λογιού:  πολλών ειδών
  • πόπερα:  πιο πέρα
  • ποπίσου:  από πίσω
  • πουρνό:  πρωί
  • πυτία:  πυτιά (ουσία για πήξιμο τυριού)
  • ποίλιζε:  είχε ψύχρα
  • πάνες:  πανιά πάνω σε ξύλο για το σκούπισμα του φούρνου
  • ποφάγανε:  τελείωσανε το φαγητό
  • ρεβέλες:  κόκκινα σπιθούρια
  • ρέκαζε:  ούρλιαζε
  • ρέψει:  αδυνατίσει πολύ
  • ρουγκλήσανε:  ήπιανε
  • ρούμπαβλο:  άδειο φηκάρι καλαμποκιού
  • σάδια:  ψάθινα καπέλα
  • σακαής:  γέρος γάιδαρος
  • σακανίδα:  ξύλινη αυλόπορτα
  • σαραντάβολο:  νηστεία σαράντα ημερών
  • σαρώματα:  σκούπες
  • σάρωτσε:  σκούπισε
  • σάμπως:  μήπως
  • σερνικό:  αγόρι
  • σιδερωστιές:  σιδερένιες τριγωνικές βάσεις
  • σίφο:  τσιμεντένια γούρνα για νερό
  • σκάνιακας:  μικροσκοπικός και αρρωστιάρης
  • σκάριασε:  σκάσε
  • σκολίθους: άγουρα σύκα
  • σκουίλες:  στριγγλιές
  • σκουπούλι:  μικρό πουλί (νεοσσός)
  • σιναπίδι:  κάτι σαν σκουριά από τον περονόσπορο
  • σκουτία:  ρούχα
  • σουνταύλιζε:  σκάλιζε τη φωτιά
  • σουνταύλιστρα:  σίδερο για τη φωτιά
  • σουτζούκια:  κυλινδρικό γλυκό με μούστο και καρύδια
  • σουτσέα:  συκιά
  • σουφρά:  χαμηλό στρογγυλό τραπέζι
  • σπίθια:  σπίτια
  • σπιθάρι:  βαθύς ποταμίσιος λάκκος με νερό και ψάρια, συνήθως κέφαλους
  • σταλαμούς:  σταλαγματιές βρόχινου νερού μέσα στο σπίτι
  • στελιάρι:  άσχετος, ξύλο
  • σπαρνάγα:  άχαρη
  • στέρφα:  στείρα
  • στήλωνες:  σε χόρταινε
  • στο κατόπι:  μετά
  • σκορδοκαϊλα:  σκασίλα
  • στρόφος:  είδος αρρώστιας ζώου
  • στρωματσάδα:  όλοι στο πάτωμα χωρίς κρεβάτι
  • σύγνεφο:  πολλές
  • σφαλάγγωμα:  τραυματισμός με ρίξιμο πέτρας στο κεφάλι
  • σφοντύλι:  εξάρτημα της ρόκας
  • σφουρλίδι:  πολύ γρήγορα
  • σκουρφίτσες:  είδος φαγώσιμου βολβού
  • σώσμα:  τελευταία ποσότητα κρασιού στο βαρέλι
  • τσερέπα:  σιδερένια κινητή πόρτα φούρνου
  • τραχηλειές:  κλειστά πουκάμισα
  • τάγιο:  άλλο ένα χέρι (γύρο)
  • ταβάδες:  μεγάλα ταψιά
  • ταμάχι:  υπερβολική δουλειά
  • ταμουτζάνα:  μεγάλο γυάλινο δοχείο
  • ταχειά:  αύριο
  • ταχινό:  το πρωί
  • τελέψανε:  τελειώσανε
  • τέμπλα:  χωρίστρα
  • τήλωνες:  χόρταινες
  • τήρα:  κοίτα
  • τήραξε:  κοίταξε
  • τίβοτις:  τίποτα
  • τινάξει:  χτυπήσει στον κάδο
  • τουλουπάνι:  λεπτό πανί (τούλι)
  • τράβηξε:  είχε επαφή
  • τράφος:  υψωμένο επίπεδο
  • τσε:  και
  • τσίνη:  εκείνη
  • τσίριζε:  θόρυβος λαδιού που καίγεται
  • τσουθιάξανε:  κουρνιάσανε
  • τσατιστείτε:  τσακιστείτε, δρόμο από εδώ
  • τσιτσέρεφο:  είδος δένδρου
  • τουρούτζι:  πολύ χοντρό
  • φηλυκό:  κορίτσι
  • φούσκα:  ουροδόχος κύστις
  • φτάρωσε:  τρόμαξε
  • φτουράγανε:  το κάνανε πιο χορταστικό
  • χαψέες:  μπουκιές ψωμιού
  • ψαψία:  αντζούγιες
  • χερόβολα:  χειρόβολα
  • χουχούλιζε:  φύσαγε να κρυώσουν
  • χάψανε:  φάγανε
  • χουλιάρι:  κουτάλι
  • χλιάνει:  κρυώσει
  • χαλκούνια:  αυτοσχέδια ισχυρά βαρελότα
  • ψέλλανε:  έψαλλαν
  • ψιλαχό:  χωρίς ψωμί, σκέτο

Γλωσσικά ιδιώματα από την περιοχή της Στενής  Ευβοίας (από τον Γιάννη Γ):

  • Ασλάνι: Ανθρωπος γερός και δυνατός. Ρωμαλέος, υγειής.
  • Αφερείμ: Εύγε, μπράβο, ζήτω (τούρκικη λέξη που τη χρησι
  • μοποιούσαν).
  • Αχαϊρευτος: Αυτός που δεν πρόκοψε, ούτε προόδευσε, που δεν έκανε χαϊρι. Αυτός που δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε τις ικανότητες να προοδεύσει (έχω και κείνον τον αχαϊρευτο… που δεν φελά τίποτα). Δεν έχει την ικανότητα να κάνει κάτι το σωστό, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αλλά και ο άτυχος, ο κακορίζικος.
  • Αχαμνά: Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, αλλά και κάθε αρσενικού ζώου.
  • Βολή: Οταν είναι έτσι τακτοποιημένα τα πράγματα, ώστε να γίνονται οι δουλειές με ευχέρεια, με λίγο κόπο και καλύτερα (εγώ δεν μπορώ να πλύνω εδώ, θα πάω σπίτι μου, που έχω τη βολή μου).
  • Γαλιφιά: Καλόπιασμα, κοπλιμεντάρισμα. Και γαλίφης, αυτός που καλοπιάνει, που κομπλιμεντάρει τους άλλους επιδιώκοντας κέρδος ή ωφέλεια.
  • Γάμπρισμα: Το ψάξιμο για νύφη ή γαμπρό. Και γαμπρίζω, όταν αρχίζω να ψάχνω για νύφη, αφήνοντας να δημιουργείται η εντύπωση ότι θέλω να παντρευτώ. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα κορίτσια, για αναζήτηση γαμπρού.
  • Γκαβός: Αυτός που δεν βλέπει καλά, που βλέπει λοξά. Ο αλλήθωρος.
  • Διακονιάρης: Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος.
  • Ζαλίκωμα: Το φόρτωμα. Και ζαλικωμένος, φορτωμένος. Στην κυριολεξία με τη λέξη ζαλίκωμα εννοούσαν το μεγάλο φορτίο που κάποιος άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να κουβαλήσει στην πλάτη του.
  • Καρκαλί: Η κεφαλή του αρσενικού γεννητικού οργάνου.
  • Λιακά: Τα εντόσθια. (Θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σου πετάξω τα λιακά έξω) (απ’ το πολύ γέλιο με πόνεσαν τα λιακά μου). Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο με τον οδηγό αγροτικού αυτοκινήτου, όταν τον σταμάτησε ο τροχονόμος και τον παρατήρησε επειδή πάτησε την άσπρη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος, αυτός απάντησε «Ε και τι, σάμπως τσούβγαλα τα λιακά».
  • Λούρα: Ψιλή βέργα, που χρησιμοποιούσε συνήθως ο δάσκαλος στο σχολείο για να τις βρέχει στους μαθητές για τιμωρία, αλλά είχε και πολλές άλλες χρήσεις. Ήταν λεπτή και λύγιζε εύκολα χωρίς τον κίνδυνο να σπάσει. Ήταν από ξύλο μουριάς ή από ξύλο καναπίτσας. Από την καναπίτσα παίρνανε και το ξύλο για την κατασκευή ταρπιών, κοφινιών κ.λ.π.
  • Μπάκα: Η κοιλιά.
  • Μπακανιάρης: Αυτός που είχε φουσκωμένη κοιλιά, όχι όμως απ’ την πολυφαγία, αλλά από ασθένεια ή πολύ νερό ή από την πείνα.
  • Μπέκιμ ή μπέλκιμ: Σημαίνει το «μήπως και…» (καλά κάνει και τα παθαίνει αυτά, μπέκιμ και βάλει μυαλό».
  • Ρεπάνιασμα: Η ελαφρά αλλοίωση του χρώματος των ρούχων κατά το πλύσιμο.
  • Σκάρα: Με το (τι) μπροστά, αναφερόταν σε καταστάσεις ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων που δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει (τι σκάρα έχεις και δε μιλάς;) (τι σκάρα έχει και γαβγίζει;) (τι σκάρα έχει και δεν μπορώ να το φτιάξω).
  • Στρούγκα: Η διαδικασία του αρμέγματος. Για να αρμέξουν τα πρόβατα τα έκλειναν σε ένα φραγμένο μέρος και από ένα άνοιγμα, περνούσε ένα-ένα και τα άρμεγαν (πάω να βαρέσω στρούγκα) έλεγαν όταν ήθελαν να αρμέξουν. Επίσης, στρούγκα ονόμαζαν και γενικά την εγκατάσταση του μαντριού και ειδκότερα εκεί που στάλιζαν τα πρόβατα.
  • Φουρκισμένος: Ο θυμωμένος, εκνευρισμένος.
  • Αβανιά. Η κακόβουλη κατηγορία, η δυσφήμιση, η ρετσινιά, αλλά και η υλική ζημιά, η συμφορά.
  • Αβέρτα. Απεριόριστα, άφθονα, χωρίς μέτρο.
  • Αβρός. Σημείο του ποταμιού, που ήταν λίγο πλατύ και βαθύ. Εκεί οι πιτσιρικάδες, αφού έκαναν τις κατάλληλες «επεμβάσεις» τους, με πέτρες, φύλλα, χώμα, κλαριά κ.λ.π. το διαμόρφωνα σε μικρή «πισίνα» για να κάνουν τα καλοκαιρινά μπάνια τους (να κλουμπίσνει).
  • Αγανούδα. Το απαλό χιόνι, η πάχνη. Γενικά οτιδήποτε το ψιλό και αραιό που σκεπάζει κάτι.
  • Αγαρμπος. Αυτός που δεν έχει χάρη, συμμετρία και αρμονία στις διαστάσεις του, με άχαρη και άκομψη εμφάνιση (άγαρμπος άνθρωπος). Αξεστος και τραχύς στη συμπεριφορά του (έχει άγαρμπους τρόπους).
  • Αγγιά. Γενικά τα σκεύη του σπιτιού.
  • Αγγελοφέρνω. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ετοιμοθάνατος (οράματα, ακατανόητες λέξεις και φράσεις). Γενικά οι επιθανάτιες στιγμές, που ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου (βλέπει τον άγγελό του, ψυχομαχάει).
  • Αγκορτζά. Η άγρια αχλαδιά, που βγάζει τα αγκόρτζα, μικρά σκληρά και άνόστα αχλάδια. Η αγκορτζά άμα εμβολιαστεί γίνεται κανονική αχλαδιά.
  • Αγκούλα. Καμπυλωτό ραβδί που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες. Αλλά και κάθε ραβδί με καμπυλωτή άκρη, που χρησιμεύει για να πιάνουμε αντικείμενα που δεν τα φτάνει το ανθρώπινο χέρι.
  • Αγκωνάρι. Μεγάλη πελεκημένη πέτρα, που τοποθετείται στις γωνίες των κτισμάτων.
  • Βαβούλα. Το έντομο, μπούρμπουλας.
  • Βαλάντωμα. Καημός, παίδεμα, μπαϊλντισμα, λύπη, θλίψη. Σωματική και ψυχική υπερκόπωση (τίποτα δεν μπορεί να δώσει χαρά στη βαλαντωμένη του ψυχή), (βαλάντωσε από τη σκληρή δουλειά), (τον βαλάντωσε η αγάπη).
  • Βαλμάς. Ο προμηθευτής αλόγων ή μουλαριών ή ενοικιαστής τους για αλωνισμό. Εδώ όμως, βαλμάς λεγόταν αυτός που αλώνιζε, δηλαδή, αυτός που καθοδηγούσε το άλογο και πατούσε πάνω στο «ντουέν» για να αλωνιστούν τα στάχυα.
  • Βαρβάτος. Αυτός που είναι σεξουαλικά πολύ ικανός ή έχει έντονη σεξουαλική ορμή και διάθεση (ισχύει και για ζώα). Κατ’ επέκταση, βαρβάτο λέμε και τον άνθρωπο το δραστήριο, τον ικανό, το δυνατό, τον άξιο. Ειρωνικά το λέμε και γι′ αυτούς που υπερηφανεύονται για τη σεξουαλική τους δράση (για κοιτάξτε ρε παιδιά ένα βαρβάτο). Για παιδιά στην ηλικία που αρχίζουν να γίνονται άνδρες (κοίτα καμώματα το βαρβατσέλι).
  • Βαρβατίλα. Η κακοσμία των τράγων, κατά την περίοδο του οργασμού ή και για τους ανθρώπους με έντονη σεξουαλική διέγερση.
  • Βαρκό. Λέμε το μέρος εκείνο, που τα χώματά του είναι πολύ υγρά. Βουλιάζουν και δεν μπορεί να γίνει σωστά και με άνεση, οποιαδήποτε γεωργική εργασία. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μετά από βροχές (αυτό το χωράφι είναι βαρκό), (τα χωράφια σ’ αυτή την περιοχή είναι βαρκά).
  • Βάτεμα. Η ερωτική πράξη για αναπαραγωγή των οικόσιτων ζώων, προβάτων, κατσικιών κ.λ.π.
  • Βατταλαλάω. Όταν φλυαρώ για πολύ ώρα με δυνατή φωνή, κυρίως σε χώρους εκτός σπιτιού και ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές. Στα χωράφια, στα αμπέλια, στις ελιές κ.λ.π. (όλο το χωριό είχε πάει να μαζέψει ελιές και βατταλάληξε όλη η ρεματιά), (η γειτονιά βατταλαλούσε από το παιδομάνι).
  • Βεζύρης. Παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με τον αστράγαλο (κότσι) του αρνιού, του κατσικού και σπανίως του γουρουνιού.
  • Βερβέριξα - βερβερίζω. Κλαίω γοερά με γρήγορα και απανωτά αναφιλητά μέχρις εξάντλησης, (βερβέριξα απ’ το κλάμα), (δώσε μία καραμέλα στο παιδί, δεν βλέπεις ότι βερβέριξε;).
  • Γαζέτα. Κέρμα ή κέρματα μικρής αξίας. Λιανά, λιανώματα, (μάζεψα όλα τα γαζέτα μου και δεν μου φτάσανε να αγοράσω ούτε ένα κουτί τσιγάρα).
  • Γαϊδουροκλίστρα. Ανοιχτός χώρος, όχι πολύ μεγάλος, που κυλιούνται τα γαϊδούρια. Το λέμε και ειρωνικά για κάποιον που έχει χωράφι ή χωράφια μικρής έκτασης, (σιγά τα μιγάλα χουράφια πο’ χει αυτός, κατ γαϊδρουκλίστρις είνι).
  • Γαλάριο - γαλάρια. Η κατσίκα, η προβατίνα κ.λ.π., που κάνουν πολύ γάλα.
  • Γάλια. Αγάλι, αγάλια σιγά-σιγά, αργά-αργά, βαθμιαία, σταδιακά.
  • Γαλιφιά. Καλόπιασμα, κομπλιμεντάρισμα. Και γαλίφης, αυτός που καλοπιάνει, που κομπλιμεντάρει τους άλλους, επιδιώκοντας κέρδος ή άλλου είδους ωφέλεια.
  • Ζα (τα). Τα ζώα που χρησιμοποιούσαμε για τις γεωργικές εργασίες (μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια κ.λ.π.).
  • Ζαβλάκωμα. Αποχαύνωση, αποβλάκωμα, κατάπτωση. Και ζαβλακωμένος, ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος, ο ψυχικά και πνευματικά καταπονημένος (είναι ζαβλακωμένος από το πολύ διάβασμα).
  • Ζαβός. Για ανθρώπους λέμε τον ιδιότροπο, τον παράξενο, τον δύστροπο κ.λ.π. Για πράγματα, το στραβό, το κυρτό. Και για τοποθεσίες, το ανώμαλο, το δυσπρόσιτο, το κακοτράχαλο μέρος.
  • Ζαίνω-ζένω. Βρομάω, μυρίζω άσχημα. (βρωμάω και ζένω ή ζαίχνω), (πόσο καιρό έχεις να πλυθείς; Βρωμάς και ζαίνς).
  • Ζακόνι. Έθιμο, συνήθεια. (Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη).
  • Καβάθα. Πήλινο αγγείο φαγητού, που το λέμε και τσανάκα.
  • Καβαλαριά. Το πάνω μέρος του σαμαριού που καθόταν ο αναβάτης. Ήταν ντυμένο με δέρμα ή καραβόπανο.
  • Καβουρομαμή. Η μεγάλη καβουρίνα.
  • Κάδος. Ξύλινο μεγάλο δοχείο, ψηλό και στενό, στο οποίο χτυπάνε το γάλα για να γίνει βούτυρο.
  • Καζάντι. Η απόκτηση περιουσίας, η δημιουργία καλής σταδιοδρομίας.
  • Καϊλα. Μεγάλη ζέστη, καύσωνας. Αλλά σημαίνει και πόθος, λαχτάρα, μεράκι, άχτι (όταν ήμουν παιδί, είχα καϊλα για τα γράμματα), (από δική μου καϊλα, ήθελα το παιδί μου να μορφωθεί).
  • Καθούρι. Η δυνατή και χοντρή βροχή, που πέφτει χωρίς να φυσάει, ούτε παρατηρούνται άλλα καιρικά φαινόμενα και κρατάει λίγη ώρα.
  • Καϊσι. Το δερμάτινο λουρί, πάνω από το οποίο οι κουρείς, ακόνιζαν το ξυράφι τους.
  • Κακκάβι. Το καζάνι.
  • Κακκαβολίθαρα. Μεγάλες χοντρές πέτρες, πάνω στις οποίες στηριζόταν το καζάνι (κακκάβι) για να αναφτεί φωτιά από κάτω.
  • Μαγκάνι (α). Μηχανισμός με τον οποίο, το νήμα από την ανέμη μεταφερόταν στα μασούρια.
  • Μαγκάνι (β). Μηχανισμός με τον οποίο ανέβαζαν το νερό απ’ το πηγάδι.
  • Μάγγος. Διαμόρφωση χώρου στο έδαφος, για να κοιμηθούνε τη νύχτα στα χωράφια (έφτιαξα μάγγο). Όταν φυσούσε, έβαζαν γύρω - γύρω δεμάτια από άχυρο, ενώ για κλινοσκεπάσματα χρησιμοποιούσαν σακιά, κουρελούδες, πατατούκες κ.λ.π.
  • Μαγκούτα. Μικρότερη κολοκύθα.
  • Μαδαρός. Αποψιλωμένος, γυμνός τόπος. Για ανθρώπους, ο φαλακρός, ο ελαφρά ντυμένος ιδίως κατά τους μήνες του χειμώνα (πού πας έτσι μαδαρός; θα πουντιάσεις.)
  • Νερομάνα. Πηγή νερού που αναβλύζει και τρέχει άφθονο.
  • Αμπολή: Το αυλάκι ή το κανάλι, που έφερνε το νερό από το ποτάμι στο περιβόλι.
  • Βλαρός-ή-ό: Βλαρό λέγαμε οτιδήποτε που ήταν μαλακό και φρέσκο. Ιδιαίτερα όμως το τυρί, τα χορταρικά και τα περιβολικά. (Βλαρό τυρί, βλαρά φασολάκια κ.λ.π.)
  • Βραϊά (βραγιά) Βραϊές (βραγιές): Αυλάκια που διαμόρφωναν με την τσάπα στα περιβόλια και μέσα σ’ αυτά φυτεύονταν τα «περιβολικά» για να διευκολύνεται το πότισμα.
  • Βτσέλα, Βουτσέλα, Βιτσέλα: Ξύλινο δοχείο για νερό που το έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι. Χωρητικότητα πέντε ως δέκα κιλά. Ήταν στρογγυλό και οι δύο πλάγιες πλευρές του επίπεδες, σε σχήμα κύκλου. Είχε δύο λαβές που ενώνονταν με σχοινί για να κρεμιέται στο σαμάρι του ζώου.
  • Γούλια: Το μέρος του προσώπου από τις άκρες του στόματος (εκεί που τελειώνουν τα μάγουλα) μέχρι το πηγούνι.
  • Δέση: Το σημείο που συνδέεται η αμπολή (βλ. λ) με το ποτάμι.
  • Δικούλι (Δ’ κουλ): Κάτι σαν «τρίαινα». Το χρησιμοποιούσαν για να εξανεμίζουν το στάρι στο αλώνισμα. Αν και το λέγανε «δικούλι» είχε τρεις μύτες (τρία τσατάλια).
  • Ζβάρνα - Ζβάρνισμα: Πάνω σε δύο παράλληλα ξύλα μήκους ενός μέτρου περίπου και σε απόσταση πάλι ενός μέτρου περίπου, κάρφωναν άλλα ξύλα έτσι που διαμορφωνόταν μια μικρή «πλατφόρμα» διαστάσεων (1χ1 μέτρα περίπου). Την προσδένουν πίσω από τα ζώα, πατούσαν επάνω και παράλληλα καθοδηγώντας το ζώο «περιδιάβαιναν» το μόλις οργωμένο χωράφι από τη μια άκρη ως την άλλη για να σκορπίζουν οι σβώλοι (βλ. λ.) να ισωματίζεται το χωράφι και να πιέζεται λίγο το χώμα για να κρατάει υγρασία (ρόλο βλ. λ.) μετά το πότισμα. Συνήθως το σβάρνισμα γινόταν σε χωράφια που επρόκειτο να καλλιεργησουν καλαμπόκι.
  • Ζβαρνάω: Όταν τραβάω κάτι είτε δεμένο με σχοινί είτε χωρίς, άνθρωπο ή ζώο, κρατώντας τον από χέρι ή πόδι ή μαλλιά κλπ. Χωρίς τη θέλησή του και με τέτοιο τρόπο ώστε να σέρνεται στο έδαφος.
  • Ζβώλος ή Γκμούλα: Κομμάτι από σκληρό χώμα.
  • Κολντεμίρια. Τα σίδερα που ήταν τοποθετημένα πίσω από τις πόρτες, για να μην ανοίγουν απ’ έξω.
  • Κολόβιο. Πουλόβερ χειροποίητο, από προβατίσιο κυρίως μαλλί.
  • Κόνεψα. Όταν περπατάω πολύ ώρα, με παίρνει η νύχτα και σταματώ για να κατασκηνώσω, να φάω, να κοιμηθώ και να ξεκινήσω πάλι την άλλη μέρα το πρωί ή μετά από λίγη ώρα (πήγαινα για το Μετόχι και κόνεψα στου Δεσπότη τη βρύση). Το κόνεμα όμως, μπορεί να γίνει και σε κάποιο σπίτι που θα μας φιλοξενήσει ή σε κάποιο χάνι κ.λπ.
  • Κοντονουρά. Ήταν το ξύλο που έμπαινε θηλυκωτά στο τέλος του κουντουριού, το οποίο κρατούσε ο γεωργός για να κατευθύνει το αλέτρι.
  • Κοντοτσίπνο. Μικρή, κοντή, μάλλινη, υφαντή ζακέτα, χωρίς μανίκια, χωρίς κουμπιά και ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
  • Κοντοτσούραπο. Μικρή, κοντή, πλεχτή κάλτσα.
  • Κοντύλισμα. Το εμπόδισμα. «Μη με κοντυλάς (κουντλάς)», «μη με εμποδίζεις».
  • Κόπανος. Μακρύ και χοντρό ξύλο (κάτι σαν ρόπαλο). Επίπεδο από τη μία του μεριά. Το χρησιμοποιούσαν για να χτυπάνε τα χοντρά και βαριά ρούχα (φλοκάτες, βελέντζες κ.λπ.) όταν τα έπλεναν στο ποτάμι.
  • Κοράκι. Ξύλινος μηχανισμός, για να κλειδώνει η συνήθως μεγάλη, δίφυλλη πόρτα του κατωγιού.
  • Κοράτσα. Η στεγνή, ξερή μύξα, που τη βγάζουμε με τα δάχτυλα του χεριού μας.
  • Κορδελοσωρός. Ο ακατάστατος, που δεν ξέρει να ντυθεί, να εμφανιστεί και κατ’ επέκταση ο μη κοινωνικός, ο χωρίς καλαισθησία.
  • Κορδομέσης. Αυτός που περπατούσε με το κορμί ορθό, καμαρωτός, αλλά με επιδεικτικό τρόπο(φουσκωμένο στήθος, ψηλά το κεφάλι κ.λ.π.).
  • Κορμάδες (ελιές). Οι ελιές που ενώ είχαν ωριμάσει (λαδώσει) είχαν πέσει πρόωρα από την ελιά, συνήθως λόγω του ανέμου. Αυτές κρατούσαν το λάδι τους και αφού τις έπλεναν, τις ανακάτευαν με αλάτι και τις τρώγανε. Αν θέλανε να τις συντηρήσουν περισσότερο, τις έβαζαν μέσα σε «πνιότα» με λάδι και ξύδι και κρατούσαν ακόμη δύο μήνες περίπου.
  • Κόρμπα. Η μαύρη κατσίκα.
  • Κόσα. Δρεπάνι με μακρύ στειλιάρι. Το χρησιμοποιούσαν για να θερίζουν βίκο και άλλα σπαρτά, εκτός από σιτάρι, όπως επίσης και να καθαρίζουν τα χωράφια απ’ τα αγριόχορτα.
  • Κοσόρα. Βαρύ μαχαίρι που έκοβαν μικρά ξύλα.
  • Κουβέλι (κβέλι). Κούνια μωρών, φτιαγμένη από κουβέλι μελισσιού, κομμένο στα δύο (εγκάρσια).
  • Κουδούνια. Μικρά τσαμπιά σταφύλι, που τα μάζευαν στο τέλος του τρύγου, επειδή δεν «φτουράγανε» στο μάζεμα.
  • Κουζόκι. Ζακέτα γυναικεία, υφαντή, μάλλινη ή βαμβακερή.
  • Κουκμούτς. Το ψωμί που δεν είναι καλά ψημένο. Έχει σκασίματα και σχισίματα σε πολλά μέρη. Δηλαδή το καρβέλι που δεν είναι καλό ούτε γευστικά ούτε αισθητικά.
  • Κουκμούτσης - κουκμούτσα. Ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, που είναι δύστροπος, υποχόνδριος, ευέξαπτος κ.λπ. Αυτός που γενικά δυσκολεύεται να συλλειτουργήσει με το κοινωνικό σύνολο.
  • Κούκνος. Μύγα που τσιμπάει και εξαγριώνει τα βόδια, την άνοιξη συνήθως. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τα «πιάνει» το φθινόπωρο, στον τρύγο.
  • Κουκουλέντρες. Ιστοί από αράχνες, σκόνες και οτιδήποτε άλλο δημιουργούταν πίσω από καναπέδες, κάτω από κρεβάτια κ.λπ. όταν είχαν καιρό να ξεσκονιστούν, (είχα κάνα δυο μήνες να συγυρίσω και συγύρισα χθες. Τι κουκλιέντρα κι κακό ήταν αυτό;).
  • Μπατάλικος. Χοντρός και άχαρος. Μπαταλεύω. Γίνομαι χοντρός, δυσκίνητος.
  • Καβαλαριά: Το πάνω μέρος του σαμαριού που καθόταν ο αναβάτης. Ήταν ντυμένο με δέρμα ή καραβόπανο.
  • Καλίγωμα: Το πετάλωμα των ζώων.
  • Καλιγωτής: Ο πεταλωτής.
  • Καλιγωτήρια: Τα σύνεργα του καλιγωτή. Δηλαδή το σφυρί, η τανάλια και η κόφτρα που ήταν σαν «κατσόνι» (βλ. λ.) λίγο μεγαλύτερο, χωρίς δοντάκια.
  • Καραμπάτσα: Δημιουργείται από το νερό που ρίχνουμε στα τσαντίλια (βλ. λ.) και από διάφορα υγρά της ελιάς και ξεχωρίζει από το λάδι, όταν πέφτει στη γούρνα (μετά το σφίξιμο των τσαντιλιών). Σαν βαρύτερο μένει κάτω από το λάδι και φεύγει από μια μικρή τρύπα που είναι στο κάτω μέρος της γούρνας.
  • Καταπότης: Το σημείο που συνέδεε το περιβόλι με την αμπολή.
  • Κόσα (η): Μεγάλο δρεπάνι. Πολύ πιο μεγάλο και πιο ανοιχτό με μακριά ξύλινη λαβή (κάπου ένα μέτρο). Μ’ αυτή θέριζαν βίκο, φάβα, τριφύλλι κλπ. Πολλές φορές το χρησιμοποιούσαν και για καθαρισμό των χωραφιών από αγριόχορτα.
  • Λαγαρά: Το μέσα μέρος από τα μπούτια του ζώου, στα πισινά πόδια.
  • Λικούκι: Τα λιωμένα κουκούτσια από τις ελιές που έμεναν στο τσαντίλι, μετά το «πρεσάρισμα». Χρησιμοποιείται για την παρασκευή «πυρίνας» (θερμαντική ύλη).
  • Λοβιά: Τα φλούδια από τα όσπρια φασόλια, ρεβίθια, φάβα, κουκιά κλπ. και ιδαιίτερα τα φλούδια από τα ξεραμένα στον ήλιο όσπρια. (Τα όσπρια τα άπλωναν στον ήλιο και αφού ξεραίνονταν τα ξεχώριζαν από τη φλούδα). Τις φλούδες (λοβιά) τις πετούσαν και ο καρπός αποθηκευόταν για το χειμώνα.
  • Φαδοκούβαρο. Το κουβάρι με το υφάδι, που με τη βοήθεια της ανέμης, γινότανε μασούρι και το έβαζαν στη σαΐτα για την ύφανση.
  • Φαΐ. Η λιωμένη ελιά από τις ρόδες στο αλώνι του λιοτριβιού. Επίσης τα υλικά με τα οποία « γεμίζουμε» διάφορες πίτες ή γλυκά ταψιού.
  • Φαρμακώνω. Δηλητηριάζω. Και φαρμακώθηκα, δηλητηριάστηκα, αυτοκτόνησα. Σημαίνει και στεναχώρια (με φαρμάκωσαν τα λόγια που μου ‘πες). Σημαίνει ειρωνικά και το φαγητό (φαρμάκωσες κάνα φαΐ της προκοπής;), (κάτσε να φαρμακώσεις και να σου λείπουν οι γκρίνιες).
  • Φαρσί. (Τα ήξερε φαρσί), λέμε για το μαθητή που αποστηθίζει άπταιστα και γρήγορα το μάθημα του. Επίσης με την ίδια σημασία χρησιμοποιούμε και τη λέξη «νεράκι» (τα ‘μαθε νεράκι).
  • Φεγγαρόλια. Παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με αμάδες, τις οποίες χτυπούσαν με το πόδι.
  • Φεγγίτης. Κυκλοτερές ή ορθογώνιο συνήθως υαλόφρακτο άνοιγμα της στέγης ή στο πάνω μέρους του τοίχου, διαμέσου του οποίου μπαίνει το φως της ημέρας, σε δευτερεύοντα ή «κλειστά» δωμάτια.
  • Φελάω. Ωφελώ, έχω αξία, είμαι χρήσιμος. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν αξίζω, δεν είμαι χρήσιμος κ.λπ., λέμε «δεν φελάω» (δεν φελάω για τίποτα). Το λέμε και για αντικείμενα, τρόφιμα κ.λπ (το φαγητό δεν φελάει).
  • Φέρμελη. Χρυσοστολισμένο και πολυκέντητο γιλέκο, που φοριόταν με τη φουστανέλα. Ήταν σταυρωτό με ψευτομάνικα. Παλαιότερα τα μανίκια δεν ήταν μόνο για φιγούρα, ήταν και λειτουργικά. Όταν κρύωναν έβαζαν μέσα τα χέρια τους.
  • Φέρτε. Έκφραση για όσους έτρεχαν (τον είδα που πήγαινε στο χωράφι, φέρτε), που σημαίνει γρήγορα, ενώ το τελευταίο (ε) το κρατούσαν (πήγαινε φέρτεεεεεε).
  • Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα).
  • Φιδοκαμένος. Αυτός που έχει υποστεί πάρα πολλά στη ζωή του. Οικονομικές καταστροφές, οικογενειακές και προσωπικές ατυχίες.
  • Φιλέτρας (φλέτρας). Είδος πεταλούδας.
  • Φιλιτράω. Φτερουγίζω.
  • Φλακί. Κατσικίσιο ή προβατίσιο κομμάτι δέρμα (50 Χ 50 εκατοστά περίπου). Πάνω σ’ αυτό ζύμωναν ψωμί σε μικρές ποσότητες. Το χρησιμοποιούσαν συνήθως οι τσοπάνηδες στα μαντριά.
  • Φλάσκα. Ο καρπός της φλασκιάς (νεροκολοκυθιάς), που χρησιμοποιείται σαν δοχείο. Επίσης δοχείο νερού ή κρασιού, κυρίως από ξύλο (τσότρα). Φλάσκες λέγανε κοροϊδευτικά και τις κοντόχοντρες γυναίκες, που επιπλέον είχαν και φουσκωμένα μάγουλα.
  • Αρμακάς: Σωρός λιθαριών, ο οποίος σχηματίζεται, καθώς βγάζουν τα λιθάρια από το χωράφι που πρόκειται να καλλιεργηθεί. Τοίχος χωρίς συνδετική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη στήριξη χωμάτων. Αλλά και γενικά, σωρός από πέτρες, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.
  • Δαυλί: Κομμάτι ξύλου που δεν έχει καεί τελείως. Και δαυλίζω, ανακατεύω τα δαυλιά ή ρίχνω κι άλλα δαυλιά στη φωτιά.
  • Διαγούμισμα: Λεηλασία, άγρια και βίαια αρπαγή. Επίσης διαγούμισμα λέγανε και την κατασπατάληση της περιουσίας του από κάποιον (αυτός ότι είχε και δεν είχε, τα διαγούμισε δεξιά κι αριστερά).
  • Διάσελο ή διασέλα: Στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο λόφους, ή σε δύο κορφές βουνού.
  • Ζακόνι: Έθιμο, συνήθεια (κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη).
  • Ζουλάπι: (ζ’λάπ) Αγρίμι, ζώο. Μεταφορικά για τον άνθρωπο, ηλίθιος, βλάκας, αγαθός. (βρε εμένα εσείς θα με γελάσετε, ζουλάπια;).
  • Καθούρι: Η δυνατή και χοντρή βροχή, που πέφτει χωρίς να φυσάει, ούτε παρατηρούνται άλλα καιρικά φαινόμενα (αέρας κ.λ.π.) και κρατάει λίγη ώρα.
  • Καρκάσαντος: Ο γυμνός.
  • Κλουκουτάω: Αναδεύω τα υγρά. Κυρίως όταν βρίσκονται μέσα σε μπουκάλι ή οποιοδήποτε δοχείο.
  • Κότσι: Σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του τελευταίου τμήματος του ποδιού με την κνήμη. Ο αστράγαλος. Και μεταφορικά, όποιος έχει δυνάμεις (έχει κότσια αυτός) ή (δε βαστάν τα κότσια του) για κάποιον που δεν έχει την ικανότητα ή τις δυνάμεις για να καταφέρει κάτι.
  • Κούρος: Το κούρεμα των προβάτων.
  • Λυτάρι: Σκοινί ή λουρί που δένουμε τα κατοικίδια ζώα. Για κάποιον που η συμπεριφορά του δεν είναι φυσιολογική, κυρίως ψυχολογικά αλλά και όταν οι πράξεις του και τα έργα του είναι εκτός της κοινής λογικής, λέμε (αυτός είναι για το λυτάρι), δηλαδή για δέσιμο.
  • Ντορβάς ή ντουρβάς: Μικρός οδοιπορικός σάκος που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο. Επίσης, μικρός σάκος γεμάτος με ζωοτροφή, που δένεται κατάλληλα στο λαιμό των ζώων, ώστε να μπορεί να φάει. (κυρίως μιλάμε για μουλάρια και γαϊδάρους).
  • Ξυστρί: Λέξη που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιον (έλα, αρκετά κάθισες, ξυστρί τώρα).
  • Παπί: (έγινα παπί) λέγαμε όταν μουσκευόμασταν από τη βροχή ή πέφταμε στο ποτάμι με τα ρούχα ή βρεχόμασταν για οποιονδήποτε λόγο.
  • Σαϊάζομαι ή σαγιάζομαι: Όταν φοράω χοντρά ρούχα για να αποφύγω το κρύο. Παλτό, μπουφάν κ.λ.π. (πώς σαϊάστηκες έτσι;) λέμε για κάποιον που φορά πολλά και χοντρά ρούχα. (κάνει κρύο πάω σπίτι να σαϊαστώ με κανένα πανωφόρι).
  • Σέπιτα: Είναι μια λέξη που την χρησιμοποιούσαν σε συγκεκριμένες φράσεις. (έφαγα τα σέπιτα για να σε βρω) (αμάν πια, μού ‘φαγες τα σέπιτα). Πιθανόν να σήμαινε τα πάντα. Όλα. Το καθετί. Αλλά ίσως και κάτι άλλο.
  • Στοιχειό: Κάθε δύναμη της φύσης που δεν μπορεί να δαμαστεί από τον άνθρωπο. Αόρατο, υπερφυσικό ον που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ασκεί δυσμενή επίδραση στους ανθρώπους. Φάντασμα, σκιάχτρο. Αλλά και άνθρωπος ψηλός και άσχημος, με αποκρουστική εμφάνιση.
  • Ταμπής: Αυτός που έφτιαχνε τον καφέ. Στα καφενεία στις πόλεις υπήρχαν άνθρωποι που ήταν ειδικοί στο φτιάξιμο όλων των ειδών καφέ και έκαναν μόνο αυτή τη δουλειά. Βέβαια στο χωριό δεν υπήρχε η πολυτέλεια να έχουν τα καφενεία ξεχωριστό υπάλληλο για να φτιάχνει μόνο καφέδες, αλλά αν κάποιος καφετζής έφτιαχνε καλό καφέ, τον αποκαλούσαν οι πελάτες «φιλοφρονητικά» ταμπή.
  • Τσίμπλα: Το λιπαρό έκκριμα των ταρσαίων αδένων των βλεφάρων. Και τσιμπλιάρης, αυτός που είχε τσίμπλες.

Αν θέλετε να μας πείτε για τις εκφράσεις και τα γλωσσικά ιδιώματα της περιοχής σας, επικοινωνήστε μαζί μου.

Καλή ανάγνωση! Όποιος τα μάθει όλα απέξω θα κερδίσει ένα επαναφορτιζόμενο πορτοκάλι, προσφορά από εμένα!