Παλιά θυμάμαι πως πήγαινα στη Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο, όπως όλοι οι φίλοι των video games, για να μπορέσω να δω τον "πυρήνα" των καταστημάτων που είχαν όλα αυτά τα πολυπόθητα ηλεκτρονικά και να παίξω ή να χαζέψω τις βιτρίνες. Δεν μπορούσα να είμαι εκεί συχνά, οπότε όταν τα κατάφερνα, καθόμουν εκεί με τις ώρες. Ήταν ο πιο high-tech δρόμος της Ελλάδας, αδιαμφισβήτητα. Τα πάντα ήταν δίπλα σου.
Από εκεί πήρα τον πρώτο μου υπολογιστή καθώς και τόσους άλλους αργότερα για φίλους και γνωστούς, το συνήθιζα και το απολάμβανα να ασχολούμαι με αυτό. Έπαιρνα οικονομικές προσφορές από όλα τα μαγαζιά και συνδύαζα όλα τα κομμάτια για να βρω τον κατάλληλο υπολογιστή για την κάθε περίσταση (και budget). Μου άρεσε πολύ! Άλλωστε, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δεις από κοντά τις κονσόλες και τα νέα παιχνίδια, τους καινούργιους υπολογιστές, τις κορυφαίες κάρτες γραφικών, τις όλο και πιο αδυνατισμένες και τεράστιες οθόνες και αργότερα κινητά (κάπου εκεί μεγάλωσα αρκετά για να μπορώ να πηγαίνω και να παίζω, άσε που πήρα δικό μου υπολογιστή). Όποιος πει πως τώρα μπορείς να πας σε ένα πολυκατάστημα και να τα δεις όλα μαζί, απλά δεν ξέρει, δεν γνώρισε ποτέ του τι σήμαινε η Στουρνάρη για τους φίλους της τεχνολογίας.
Πρόσφατα, πέρασα από εκεί μετά από πάρα πολύ καιρό και το παραδέχομαι, είχα μια προσμονή να ξανακάνω την παλιά βόλτα κι ας μην έχω τα χρήματα να πάρω κάτι από αυτά που θα χάζευα (όχι ότι είχα παλιά που ήμουν στο σχολείο).
Τα πάντα όμως έχουν αλλάξει.
Τα περισσότερα καταστήματα που θυμόμουν είναι κλειστά ενώ τα πεζοδρόμια είναι βρώμικα με σκουπίδια σκορπισμένα παντού, τσίχλες κολλημένες και μαυρισμένες στα ραγισμένα πλακάκια (μην τις φτύνετε κάτω), αφίσες κολλημένες στις μεταλλικές μπάρες που θωρακίζουν τα ερειπωμένα καταστήματα και κόσμος που περπατά αδιάφορα και ύποπτα. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν εικόνα άλλης δεκαετίας μα δε θα ήταν σωστό. Πριν από 2 και 3 δεκαετίες ήταν πολύ καλύτερα εκεί. Η οικονομική κρίση, όπως είναι λογικό, "χτύπησε" πρώτα από όλα τα προϊόντα τεχνολογίας που πολλοί (όχι εγώ) θεωρούν πολυτέλεια και έτσι, οι άνθρωποι που έβγαζαν εκεί το ψωμί τους, έπρεπε να το αναζητήσουν αλλού και να αφήσουν τους νοσταλγούς της παλιάς αυτής γειτονιάς με τις αναμνήσεις.
Ήταν για εμένα ένας δρόμος αγαπημένος. Φαίνεται όμως πως η λάμψη του ξεθώριασε πια.
Ποιος ξέρει, ίσως σε κάποια χρόνια να ξαναγίνει όπως τον θυμώμουν.